ἁγιάζω

ἁγιάζω
+ V 88-36-34-11-27=196 Gn 2,3; Ex 13,2.12; 19,14.22
A: to hallow, to make sacred, to sanctify [τι] Gn 2,3; to consecrate to [τί τινι] Neh 12,47 P: to be sanctified, to be holy Ex 29,21
ἡγιασμένος sanctified, sacred (of pers.) 2 Chr 26,18; sacred one, Nazirite Am 2,12; sacred (of places) 1 Sm 7,16
Cf. GEHMAN 1951=1972 98(Lv 25,11); HARL 1986a, 99; HARLÉ 1988 29.114-115.178-181; →NIDNTT; TWNT
(→καθἁγιάζω,,)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιάζω — αγιάζω, άγιασα και αγίασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: αγιάζω, αγιάζομαι : χρησιμοποιείται κυρίως στην ενεργητική φωνή, με ενεργητική και παθητική διάθεση (→ κάνω κάτι άγιο ή γίνομαι άγιος) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁγιάζω — pres subj act 1st sg ἁγιάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιάζω — (Α ἁγιάζω) κάνω κάποιον ή κάτι άγιο με εκκλησιαστική ευχή ή τελετή, εξαγνίζω, καθαγιάζω νεοελλ. 1. ευλογώ 2. ραντίζω με αγιασμένο νερό 3. γίνομαι άγιος ή τιμώμαι ως άγιος 4. αδυνατίζω, γίνομαι σκελετός, απισχναίνομαι αρχ. 1. καθαγιάζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • αγιάζω — άγιασα, αγιάστηκα, αγιασμένος 1. μτβ., ευλογώ, ραντίζω με αγιασμένο νερό: Περίμεναν όλοι στη σειρά να τους αγιάσει ο παπάς. 2. αμτβ., γίνομαι άγιος: Αυτός άμα πεθάνει θ αγιάσει· μτφ., αδυνατίζω υπερβολικά: Από την αρρώστια και τη νηστεία είχε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁγιάζῃ — ἁγιάζω pres subj mp 2nd sg ἁγιάζω pres ind mp 2nd sg ἁγιάζω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσατε — ἁγιάζω aor imperat act 2nd pl ἁ̱γιάσατε , ἁγιάζω aor ind act 2nd pl (doric aeolic) ἁγιάζω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσει — ἁγιάζω aor subj act 3rd sg (epic) ἁγιάζω fut ind mid 2nd sg ἁγιάζω fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσουσι — ἁγιάζω aor subj act 3rd pl (epic) ἁγιάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁγιάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσουσιν — ἁγιάζω aor subj act 3rd pl (epic) ἁγιάζω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁγιάζω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσῃ — ἁγιάζω aor subj mid 2nd sg ἁγιάζω aor subj act 3rd sg ἁγιάζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγιασμένα — ἁγιάζω perf part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡγιασμένᾱ , ἁγιάζω perf part mp fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic aeolic) ἡγιασμένᾱ , ἁγιάζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”